- μίασμα
- μίασμαstainneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μίασμα — το (ΑΜ μίασμα) [μιαίνω] 1. το αποτέλεσμα τού μιαίνω, μόλυσμα, ρύπος («μὴ μίασμα τών φυτευσάντων λάβῃς», Σοφ.) 2. (για πρόσ.) ο ηθικά επιζήμιος για τον περίγυρό του («μίασμα χώρας... ἐλαύνειν», Σοφ.) 3. (γενικά) έμβιος ή άβιος νοσογόνος παράγοντας … Dictionary of Greek
μίασμα — το, ατος το μόλυσμα, ο παράγοντας που προκαλεί τη νόσο (κυριολ. και μτφ.): Το μίασμα της χολέρας. – Το μίασμα του φασισμού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μίασμ' — μίασμα , μίασμα stain neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιασμάτων — μίασμα stain neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιάσμασι — μίασμα stain neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιάσμασιν — μίασμα stain neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιάσματα — μίασμα stain neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιάσματι — μίασμα stain neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιάσματος — μίασμα stain neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιασματικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μίασμα ή που προέρχεται από μίασμα, μολυντικός, μολυσματικός, μεταδοτικός («μιασματικός πυρετός») 2. αυτός που περιέχει ή αποβάλλει μιάσματα, ρύπους, ακαθαρσίες («μιασματικό έλος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μίασμα.… … Dictionary of Greek